- φιλόμηρος
- φιλόμηροςfond of Homermasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλόμηρος — ον, ΜΑ αυτός που τού αρέσει να μελετά την ομηρική ποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + Ὅμηρος] … Dictionary of Greek
φιλόμηρον — φιλόμηρος fond of Homer masc/fem acc sg φιλόμηρος fond of Homer neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομήρου — φιλόμηρος fond of Homer masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομήρῳ — φιλόμηρος fond of Homer masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόμηροι — φιλόμηρος fond of Homer masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηρός — (Ανατ.). Τμήμα του κάτω άκρου, που περιλαμβάνεται μεταξύ λεκάνης και γόνατος. Έχει σχήμα ατελούς κώνου με τη βάση προς τα πάνω και λοξή φορά από πάνω προς τα κάτω. Ο σκελετός του περιβάλλεται ολόκληρος από ισχυρές μυϊκές δέσμες, που εκτελούν τις… … Dictionary of Greek